- συνδυαστικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά ικανός να συνδυάζει ή αυτός που έχει την τάση να συνδυάζει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συνδυαστικός — ή, ό / συνδυαστικός, ή, όν, ΝΜΑ [συνδυάζω] ο ικανός ή ο κατάλληλος στο συνταίριασμα ή στη συσχέτιση νεοελλ. φρ. α) «συνδυαστική ανάλυση» μαθημ. κλάδος τών μαθηματικών στον οποίο μελετώνται οι συνδυασμοί, οι μεταθέσεις και οι διατάξεις στοιχείων… … Dictionary of Greek
συνδυαστικός λογισμός — Είναι γνωστός και ως συνδυαστική ανάλυση. Κλάδος της αριθμητικής, που εξετάζει τις διάφορες δυνατές ομαδοποιήσεις με διάφορα αντικείμενα ή σύμβολα. Αν έχουμε τρεις σφαίρες με διαφορετικό χρώμα (άσπρο, κόκκινο, πράσινο) και θέλουμε να σχηματίσουμε … Dictionary of Greek
συνδυαστικά — συνδυαστικός disposed to live in pairs neut nom/voc/acc pl συνδυαστικά̱ , συνδυαστικός disposed to live in pairs fem nom/voc/acc dual συνδυαστικά̱ , συνδυαστικός disposed to live in pairs fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδυαστικόν — συνδυαστικός disposed to live in pairs masc acc sg συνδυαστικός disposed to live in pairs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδυαστικούς — συνδυαστικός disposed to live in pairs masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)